- αλατοπωλια
- ἀλατοπωλίαἀλᾰτο-πωλία(ᾰλ) ἥ торговля солью
(ἥ τῶν ἁλῶν ἁ. Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἥ τῶν ἁλῶν ἁ. Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αλατοπωλία — ἁλατοπωλία, η (Α) η πώληση αλατιού, το δικαίωμα πωλήσεως αλατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλας ατος + < πωλία < πώλης < πωλῶ] … Dictionary of Greek
ἁλατοπωλίαν — ἁλατοπωλίᾱν , ἁλατοπωλία right of vending salt fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)